περιούσιος

περιούσιος
περιούσι-ος, ον,
A having more than enough, wealthy, Hsch.; dub. sens. in PGen.11.17 (iv A. D.).
II especial, peculiar,

λαός LXX Ex.19.5

,al., Ep.Tit.2.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιούσιος — having more than enough masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιούσιος — ον, ΜΑ ξεχωριστός, εκλεκτός, αγαπητός («λαὸς περιούσιος ἀπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν», ΠΔ) αρχ. αυτός που έχει περιουσία, ευκατάστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ούσιος (< οὐσία), πρβλ. επι ούσιος] …   Dictionary of Greek

  • περιούσιος — α, ο αγαπητός, εκλεκτός: Οι Εβραίοι θεωρούσαν τον εαυτό τους ως τον περιούσιο λαό του Κυρίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιούσιον — περιούσιος having more than enough masc/fem acc sg περιούσιος having more than enough neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσίοις — περιούσιος having more than enough masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσίου — περιούσιος having more than enough masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσίῳ — περιούσιος having more than enough masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Neboulos — Allegiance Byzantine Empire Umayyad Caliphate Commands held archon of the Slavic corps Battles/wars Battle of Sebastopolis Neboul …   Wikipedia

  • Небул — греч. Νέβουλος Принадлежность …   Википедия

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

  • ιεράτευμα — το (ΑΜ ἱεράτευμα) [ιερατεύω] 1. το ιερατείο, το σύνολο τών κληρικών 2. φρ. «βασίλειον ἱεράτευμα» το σύνολο τών πιστών τής ιουδαϊκής θρησκείας ἡ τής χριστιανικής εκκλησίας, ο περιούσιος λαός τού θεού, τα μέλη τού οποίου έχουν τη γενική, μη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”